κακοσκεπείς. επίθετο. κλίση σε κακές σκέψεις; κακός; κακόβουλο ή μοχθηρό.
Τι είναι το μυαλό κακό;
επίθετο. Έχοντας ένα κακό μυαλό ή διάθεση. Κακόβουλο ή κακόβουλο. Βάζοντας συνήθως μια κακή ερμηνεία, π.χ. κολακευτικό ή αθώο, ακόμη και σε αθώα πράγματα.
Τι σημαίνει αν κάποιος ενδιαφέρεται;
1: κλίση, διάθεση. 2: έχοντας ένα μυαλό ειδικά συγκεκριμένου είδους ή ασχολείται με ένα συγκεκριμένο πράγμα -συνήθως χρησιμοποιείται σε συνδυασμό στενόμυαλης υγείας.
Ποια είναι καλύτερη λέξη για το κακό;
ΑΛΛΕΣ ΛΕΞΕΙΣ ΓΙΑ ΚΑΚΟ
1 αμαρτωλός, άδικος, διεφθαρμένος, μοχθηρός, διεφθαρμένος, ευτελής, βδελυρός, κακός. 2 καταστροφικός, καταστροφικός. 6 κακία, διαφθορά, ανομία, αδικία, διαφθορά, ανυποληψία. 9 καταστροφή, συμφορά, αλίμονο, δυστυχία, βάσανα, θλίψη.
Το κακό σημαίνει κακό;
Συχνότητα: Το κακό ορίζεται ως η ιδιότητα του να είσαι ηθικά κακός ή κάτι που προκαλεί βλάβη ή κακοτυχία.