αδιάφορα επίρρημα (ΧΩΡΙΣ ΤΟΚΟ)
Τι σημαίνει η λέξη αδιάφορα;
1α: χαρακτηρίζεται από έλλειψη ενδιαφέροντος, ενθουσιασμού ή ανησυχίας για κάτι: απαθής αδιάφορος για τα βάσανα και τη φτώχεια. β: χαρακτηρίζεται από έλλειψη ιδιαίτερης συμπάθειας ή αντιπάθειας για κάτι αδιάφορο για το ποιο καθήκον του δόθηκε. 2α: το να μην είσαι ούτε καλός ούτε κακός: το μέτριο κάνει το αδιάφορο.
Πώς γράφεις αδιάφορα;
αδιάφορα
- α. …
- Δεν έχει σημασία με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. ανευ σημασιας; ασήμαντο: Είναι αδιάφορο ποιο ρούχο επιλέγεις.
- Χαρακτηρίζεται από έλλειψη μεροληψίας. αμερόληπτος: ένας αδιάφορος κριτής.
- α. …
- Μη ενεργός ή εμπλεκόμενος. ουδέτερο: μια αδιάφορη χημική ουσία σε μια αντίδραση.
- Βιολογία Αδιαφοροποίητη, ως κύτταρα ή ιστοί.
Τι σημαίνει να μιλάς αδιάφορα σε κάποιον;
επίθετο. χωρίς ενδιαφέρον ή ανησυχία? δεν νοιάζεται; απαθής: η αδιάφορη στάση του απέναντι στα βάσανα των άλλων. χωρίς προκατάληψη, προκατάληψη ή προτίμηση· αμερόληπτος; αδιάφορος.
Ποια είναι η βασική λέξη του indifferently;
τέλη 14γ., "αμερόληπτη, αμερόληπτη, που δεν προτιμά το ένα από το άλλο" (των προσώπων), "όμοια, ίσα" (για πράγματα), από την παλαιά γαλλική αδιάφορη λέξη "αμερόληπτη" ή απευθείας από το λατινικόindifferentem (ονομαστική αδιάφορη) "not different, not special, of no result, as good ever evil," από in- "not, counter of" (βλ. στο …