Για να γίνει αδύνατο, όπως με ενέργειες που έχουν ληφθεί εκ των προτέρων. πρόληψη.
Τι αποκλείει μέρος του λόγου;
μέρος λόγου: μεταβατικό ρήμα. εγκλίσεις: αποκλείει, αποκλείει, αποκλείεται.
Τι σημαίνει αποκλεισμός;
: να κάνει (κάτι) αδύνατο: να αποτρέψει (κάτι) να συμβεί.: εμποδίζω (κάποιον) να κάνει κάτι. Δείτε τον πλήρη ορισμό του αποκλεισμού στο Λεξικό Αγγλικών Μαθητών. αποκλείω.
Είναι Toilsomely λέξη;
προσαρμ. απαιτητικός κόπος? επίπονη ή κουραστική.
Αποκλείεται σημαίνει απεχθάνομαι;
αποκλείει. Να απαγορεύσετε να συμβεί με εκ των προτέρων προγραμματισμό ή ενέργεια: αποτροπή, αποτροπή, αποτροπή, αποτροπή, αποτροπή, αποκλεισμός, αποτροπή, αποτροπή (απενεργοποίηση).