Το
Corruptible είναι ένα επίθετο που χρησιμοποιείται πιο συχνά για να περιγράψει το κάποιος ή ένα ίδρυμα που μπορεί να γίνει ανέντιμο ή ανήθικο Corruptible προέρχεται από το ρήμα corrupt, που σημαίνει να καταστρέψει το ακεραιότητα κάποιου ή κάτι ή να κάνει κάποιον να είναι ανέντιμος.
Τι σημαίνει Αδιάφθορος στη Βίβλο;
α: ανίκανος να δωροδοκηθεί ή να διαφθαρεί ηθικά. β: δεν υπόκειται σε αποσύνθεση ή διάλυση.
Ποιο είναι το πλήρες νόημα της διαφθοράς;
Η διαφθορά είναι μορφή ανεντιμότητας ή ποινικό αδίκημα που διαπράττεται από άτομο ή οργανισμό στον οποίο έχει ανατεθεί θέση εξουσίας, με σκοπό την απόκτηση παράνομων οφελών ή κατάχρηση εξουσίας για προσωπικό όφελος.
Τι εννοείτε με τον όρο διεφθαρμένο;
ένοχος για ανέντιμες πρακτικές, ως δωροδοκία. έλλειψη ακεραιότητας? στραβός: διεφθαρμένος δικαστής. ευτελής χαρακτήρας? διεφθαρμένος; διεστραμμένος; κακός; κακό: μια διεφθαρμένη κοινωνία.
Τι είναι η παραφθορά μιας λέξης;
noun linguistics Μια εξευτελισμένη ή μη τυπική μορφή λέξης, έκφρασης ή κειμένου, που προκύπτει από παρεξήγηση, σφάλμα μεταγραφής, κακή ακρόαση κ.λπ.