(αμέτρητο, αργκό) Κακή ποιότητα; υποτυπώδης κατασκευή. Μια αποτυχία, ειδικά μιας οικονομικής συναλλαγής (ένας τερματισμός μιας ενέργειας). Αποτυχία σε μια ακαδημαϊκή εξέταση.
Τι είναι η ονομαστική μορφή του falible;
/ˌfæləˈbɪləti/ /ˌfæləˈbɪləti/ [ αμέτρητο] η ικανότητα να κάνεις λάθη ή να κάνεις λάθος απέναντι στο αλάθητο. ανθρώπινο σφάλμα.
Είναι το fallible επίθετο;
FALLIBLE ( επίθετο) ορισμός και συνώνυμα | Λεξικό Macmillan.
What is fallible στα αγγλικά;
fallible • \FAL-uh-bul\ • επίθετο. 1: υπόλογο να είναι λανθασμένο 2: ικανός να κάνει λάθος.
Τι είναι ένας λανθασμένος άνθρωπος;
επίθετο. Θέλοντας ηθική δύναμη, θάρρος ή θέληση. έχοντας τις ιδιότητες του ανθρώπου σε αντίθεση με το π.χ. θεϊκά όντα. Συνώνυμα «είμαι μόνο ένας λανθασμένος άνθρωπος»: αδύναμος, ατελής, αδύναμος άνθρωπος. έχοντας ανθρώπινη μορφή ή ιδιότητες σε αντίθεση με εκείνες των ζώων ή των θεϊκών όντων.