Δεν έχω καλώδια. Επικοινωνία ή που σχετίζεται με επικοινωνία χωρίς ενσύρματη σύνδεση, όπως με ραδιοκύματα. (αμέτρητο) Το μέσο ραδιοεπικοινωνίας. … (αμέτρητο) Ασύρματη συνδεσιμότητα σε δίκτυο υπολογιστών.
Υπάρχει λέξη ασύρματα;
χρησιμοποιώντας ένα σύστημα ραδιοφωνικών σημάτων αντί για καλώδια: αποστολή/μετάδοση sth ασύρματα Η βελτιωμένη άδεια οδήγησης μπορεί να μεταδίδει δεδομένα ασύρματα.
Τι σημαίνει αν κάτι είναι ασύρματο;
1: χωρίς καλώδιο ή καλώδια συγκεκριμένα: λειτουργεί μέσω μεταδιδόμενων ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων ενός ασύρματου τηλεχειριστηρίου. 2α: ραδιοτηλεφωνίας, ραδιοτηλεγράφου ή ραδιοφώνου ή που σχετίζεται με ασύρματο τηλέφωνο.β: από ή που σχετίζονται με επικοινωνίες δεδομένων με χρήση ραδιοκυμάτων ασύρματης πρόσβασης στο Διαδίκτυο.
Τι είναι το ασύρματο στα Αμερικανικά Αγγλικά;
ασύρματο στα Αμερικανικά Αγγλικά
(waɪrlɪs) επίθετο . χωρίς καλώδιο ή καλώδια; συγκεκριμένα, λειτουργώντας με ηλεκτρομαγνητικά κύματα και όχι με αγώγιμο σύρμα, ως κινητό τηλέφωνο. Κυρίως Βρετανοί. του ραδιοφώνου ή που σχετίζεται με.
Είναι το ασύρματο επίθετο;
WIRELESS ( επίθετο) ορισμός και συνώνυμα | Λεξικό Macmillan.