un·time·ly Εμφανίστηκε ή έγινε σε ακατάλληλη στιγμή. άκαιρος. 2.
Τι σημαίνει αχρονικότητα;
Ορισμοί της μη επικαιρότητας. η ποιότητα να εμφανίζεται σε άβολο χρόνο. συνώνυμα: ακατάλληλη. Αντώνυμα: ευκαιρία, ευγένεια, επικαιρότητα. έγκαιρη ευκολία.
Τι σημαίνει infelicitous στα Αγγλικά;
: μη ευχάριστο: όπως π.χ. α: ακατάλληλη ή έγκαιρη μια άστοχη παρατήρηση. β: αμήχανη, άτυχη μια άστοχη στιγμή.
Τι σημαίνει Inaptly;
ακατάλληλο. επίθετο. 1. Ακατάλληλο για τις περιστάσεις: ακατάλληλο, ακατάλληλο, αταίριαστο, ανάρμοστο, μαλάπροπος, ακατάλληλο, ακατάλληλο, ακατάλληλο, ακατάλληλο, ακατάλληλο, ακατάλληλο.
Η άκαιρη σημαίνει αργά;
μη έγκαιρη; δεν εμφανίζεται σε κατάλληλη στιγμή ή εποχή· άκαιρο ή ακατάλληλο: Μια άκαιρη νεροποντή σταμάτησε το παιχνίδι. συμβαίνει πολύ νωρίς ή πολύ νωρίς. πρόωρος: ο πρόωρος χαμός του.